- κολακις
- κολακίςκολᾰκίς-ίδος adj. f льстивая, заискивающая, угодливая
(κλιμακίδες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κλιμακίδες Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κολακίς — κολακίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. κόλακας … Dictionary of Greek
κολακίδας — κολακίς fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κολακίδες — κολακίς fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόλακας — ο (AM κόλαξ Α θηλ. κολακίς ίδος) αυτός που επαινεί ή περιποιείται με υπερβολική φιλοφροσύνη κάποιον, συνήθως ανώτερό του, για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εύνοιά του για προσωπικό όφελος, γαλίφης, γλείφτης (α. «κρεῖττον εἰς χεῖρας κοράκων… … Dictionary of Greek